- κοτυλων
- κοτύλων-ωνος ὅ чарочник, т.е. пьяница Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κοτύλων — κοτύλων, ωνος, ὁ (Α) [κοτύλη] μέθυσος, μπεκρής … Dictionary of Greek
κοτύλων — κότυλος masc gen pl κοτύλων nickname of a toper masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτυλῶν — κοτύλη anything hollow fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτύλωνα — κοτύλων nickname of a toper masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτύλη — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 40 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 25 χλμ. Δ της πόλης του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 456 κάτ.) του… … Dictionary of Greek
δικότυλος — η, ο (Α δικότυλος, ον) νεοελλ. 1. (για φυτά) δικοτυλήδονος 2. το αρσ. ως ουσ. ο δικότυλος γένος θηλαστικών τής οικογένειας τών συϊδών αρχ. 1. αυτός που έχει δύο σειρές κοτυληδόνων 2. αυτός που έχει χωρητικότητα δύο κοτυλών 3. το ουδ. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek
λάγηνος — και λάγυνος, η (Α λάγηνος και αττ. τ. λάγυνος, ὁ και ἡ) λαγήνι, στάμνα νεοελλ. 1. ζωολ. γένος τρηματοφόρων πρωτοζώων τής οικογένειας λαγηνίδες 2. (συγκρ. ανατ.) εκκόλπωμα τού κυστιδίου τού υμενώδους λαβυρίνθου τού αφτιού τών πρωτοζώων 3. φρ.… … Dictionary of Greek
νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… … Dictionary of Greek
οκτωκαιδεκακότυλος — ὀκτωκαιδεκακότυλος, ον, το ουδ. σε πάπ. και ὀκτοκαιδεκακότυρον (Α) αυτός που έχει χωρητικότητα δεκαοκτώ κοτυλών*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτωκαίδεκα «δεκαοκτώ» + κοτύλη «μέτρο χωρητικότητας υγρών»] … Dictionary of Greek